- ὠχρόλευκα
- ὠχρόλευκοςof a whitish yellowneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βριονία — (bryonia). Γένος δικοτυλήδονων πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των κουκουρβιτιδών ή κολοκυνθιδών. Έχει έρποντα ή αναρριχώμενο βλαστό, κονδυλώδη ρίζα, παλαμοειδή ή καρδιοειδή φύλλα και μονογενή άνθη, μόνοικα ή δίοικα. Είναι ιθαγενές της… … Dictionary of Greek
κενταύριο — (Centaurium). Γένος ποωδών ή φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, τα περισσότερα από τα οποία είναι άγρια· ελάχιστα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Η ελληνική χλωρίδα αριθμεί περίπου 70 είδη … Dictionary of Greek